ανιλίνη

ανιλίνη
η хим. анилин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανιλίνη" в других словарях:

  • ανιλίνη — Η απλούστερη αρωματική αμίνη, με την ομάδα ΝΗ2 ενωμένη με ένα άτομο άνθρακα του πυρήνα. Ο χημικός τύπος της είναι C6H5NΗ2. Είναι επίσης γνωστή και ως φαινυλαμίνη ή αμινοβενζόλιο. Είναι υγρό ελαιώδες, άχρωμο, που γίνεται όμως καστανοκόκκινο στον… …   Dictionary of Greek

  • ανιλίνη — η (λ. πορτογαλ.), οργανική χημική ένωση, βασική ύλη στη βιομηχανία συνθετικών χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινδουλίνες — Αζινοχρώματα που περιέχουν τρεις ή τέσσερις αμινοομάδες και ανήκουν στην κατηγορία των χρωστικών της διφαινυλαμίνης. Είναι κυανά χρώματα, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά στην αλκοόλη και παρασκευάζονται με θέρμανση του αμινοαζωβενζολίου με ανιλίνη και …   Dictionary of Greek

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

  • ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • νιτρανιλίνη — η χημ. ονομασία τριών αρωματικών οργανικών ενώσεων, παραγώγων τής ανιλίνης, ισομερών μεταξύ τους, που παρασκευάζονται με νίτρωση τής ανιλίνης και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. αγγλ. nitraniline <… …   Dictionary of Greek

  • ροζανιλίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, βάση συζυγής προς τη φουξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rosaniline < ros (< λατ. rosa «ρόδο») + aniline «ανιλίνη»] …   Dictionary of Greek

  • τετρανιτρομεθυλανιλίνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετρύλη, ισχυρής εκρηκτικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tetranitromethylaniline < τετρ(α) * + νίτρον + μεθύλιο + ανιλίνη] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλαμίνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης ανιλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylamine] …   Dictionary of Greek

  • φωσφανιλίνη — η, Ν χημ. φαινυλοπαράγωγο τής φωσφίνης, άχρωμο υγρό με δυσάρεστη οσμή, που ζέει στους 160°C, αλλ. μονο φαινυλοφωσφίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσ φορικός (< φωσφόρος) + ανιλίνη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»